μαντάρω — μαντάρω, μαντάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαντάρω — επιδιορθώνω φθαρμένα είδη ιματισμού με κλωστή, όχι ράβοντας αλλά πλέκοντας τις σχισμές και τις οπές, ώστε να μη διακρίνεται εύκολα η επιδιόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mendare «επανορθώνω, επιδιορθώνω»] … Dictionary of Greek
μανταρίζω — μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντάρω, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο … Dictionary of Greek
καρικώνω — 1. επιδιορθώνω φθαρμένα μέρη τού υφάσματος, μαντάρω 2. ράβω σταυροειδώς το άκρο υφάσματος για συγκράτηση τών κλωστών τής παρυφής για να μην ξεφτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carico «φόρτωμα» + κατάλ. ώνω] … Dictionary of Greek
μαντάρισμα — το [μαντάρω] η επιδιόρθωση φθαρμένων ειδών ιματισμού με κλωστή και κυρίως η αντικατάσταση φθαρμένων νημάτων με νέα νήματα … Dictionary of Greek
μπαντάρισμα — το επίδεση τραύματος ή πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαντάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. μαντάρω: μαντάρισμα)] … Dictionary of Greek
ορουντίζω — και ρουντίζω ράβω σχισμένο ύφασμα με τρόπο που να μη φαίνεται το σχίσιμο, καρικώνω, μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. orudum τού τουρκικού ρήματος orumek] … Dictionary of Greek
καρικώνω — καρίκωσα, καρικώθηκα, καρικωμένος (λ. ιταλ.), μαντάρω: Θέλω να μου καρικώσεις τις κάλτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)