μαντάρω

μαντάρω
μαντάρω και μανταρίζω (λ. ιταλ.), μάνταρα και μαντάρισα, μανταρίστηκα, μανταρισμένος, επιδιορθώνω με κλωστή φθαρμένο ρούχο, καρικώνω: Η μητέρα μάνταρε το σκισμένο παντελόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαντάρω — μαντάρω, μαντάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαντάρω — επιδιορθώνω φθαρμένα είδη ιματισμού με κλωστή, όχι ράβοντας αλλά πλέκοντας τις σχισμές και τις οπές, ώστε να μη διακρίνεται εύκολα η επιδιόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mendare «επανορθώνω, επιδιορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μανταρίζω — μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντάρω, κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο …   Dictionary of Greek

  • καρικώνω — 1. επιδιορθώνω φθαρμένα μέρη τού υφάσματος, μαντάρω 2. ράβω σταυροειδώς το άκρο υφάσματος για συγκράτηση τών κλωστών τής παρυφής για να μην ξεφτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carico «φόρτωμα» + κατάλ. ώνω] …   Dictionary of Greek

  • μαντάρισμα — το [μαντάρω] η επιδιόρθωση φθαρμένων ειδών ιματισμού με κλωστή και κυρίως η αντικατάσταση φθαρμένων νημάτων με νέα νήματα …   Dictionary of Greek

  • μπαντάρισμα — το επίδεση τραύματος ή πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαντάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. μαντάρω: μαντάρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • ορουντίζω — και ρουντίζω ράβω σχισμένο ύφασμα με τρόπο που να μη φαίνεται το σχίσιμο, καρικώνω, μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. orudum τού τουρκικού ρήματος orumek] …   Dictionary of Greek

  • καρικώνω — καρίκωσα, καρικώθηκα, καρικωμένος (λ. ιταλ.), μαντάρω: Θέλω να μου καρικώσεις τις κάλτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”